εργατικός

εργατικός
η , ό[ν] 1.1) работящий, трудолюбивый;
2) рабочий, относящийся к рабочему, трудовой;

εργατική τάξη — рабочий класс;

εργατικό σωματείο — профсоюз рабочих;

εργατική νομοθεσία — рабочее законодательство;

εργατικό κίνημα — рабочее движение;

εργατικά χέρια — рабочие руки;

εργατική δύναμη — рабочая сила;

εργατική συνοικία — рабочий район, (рабочая) окраина;

εργατικός ενθουσιασμός — трудовой подъём;

εργατικό βιβλιάριο — трудовая книжка;

3) лейбористский;

εργατικό κόμμα — лейбористская партия;

2. (ο )
1) рабочий; работяга (разг ); 2) лейборист

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εργατικός" в других словарях:

  • ἐργατικός — like a workman masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εργατικός — ή, ό (AM ἐργατικός, ή, όν) [εργάτης] αυτός που εργάζεται φιλότιμα και αποδοτικά, φιλόπονος νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους εργάτες ή στην εργασία (α. «εργατικά σωματεία» β. «εργατική νομοθεσία») 2. το αρσ. ως ουσ. ο εργατικός… …   Dictionary of Greek

  • εργατικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον εργάτη ή τους εργάτες: Εργατικό ημερομίσθιο, εργατικές κατοικίες. 2. αυτός που αποτελείται ή γίνεται από εργάτες: Εργατική τάξη. 3. αυτός που αγαπά τη δουλειά του, ο άξιος, ο φιλόπονος, ο δουλευτής: Όλοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐργατικά — ἐργατικός like a workman neut nom/voc/acc pl ἐργατικά̱ , ἐργατικός like a workman fem nom/voc/acc dual ἐργατικά̱ , ἐργατικός like a workman fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργατικῶν — ἐργατικός like a workman fem gen pl ἐργατικός like a workman masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργατικόν — ἐργατικός like a workman masc acc sg ἐργατικός like a workman neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργατικώτατον — ἐργατικός like a workman masc acc superl sg ἐργατικός like a workman neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλευτάρης, -α, -ικο — εργατικός, φιλόπονος: Πήρε άντρα δουλευτάρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐργατικαί — ἐργατικός like a workman fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργατικοῖς — ἐργατικός like a workman masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργατικοί — ἐργατικός like a workman masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»